επιχαλώ

επιχαλώ
ἐπιχαλῶ, -άω (Α)
1. χαλαρώνω («τὸν δεσμὸν ἐπιχαλῶντες», Λουκιαν.)
2. παρεμβάλλω, παρενείρω, συνυφαίνω
3. υποχωρώ, ενδίδω («σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῑς δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς» — εσύ είσαι σκληρός και δεν υποχωρείς καθόλου στις πικρές σου συμφορές, Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”